- αβρεξιά
- η отсутствие дождей, засуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβρεξιά — η [άβρεχτος] 1. έλλειψη βροχής, ανομβρία, αβροχιά 2. το να μην έχει βραχεί κάποιος ή κάτι … Dictionary of Greek